- ξηροσμύρνη
- ξηρο-σμύρνη, ἡ, trockne Myrrhe
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ξηροσμύρνη — ξηροσμύρνη, ἡ (Α) η ξηρή σμύρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + σμύρνη / σμύρνα] … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek